Συμπληρώνονται σήμερα 192 χρόνια από τη 10η Δεκεμβρίου 1832, την ημέρα που η Σάμος αναγνωρίστηκε από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ ως αυτόνομη ηγεμονία, υποτελής στην Τουρκία και υπό την εγγύηση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας).
Σημαία και θυρεός της ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912) |
Η Σάμος αναγνωριζόταν ήδη από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832 ως αυτόνομη περιοχή, εξασφαλίζοντας με τον Οργανικό της Χάρτη εσωτερική αυτοδιοίκηση με δική της κυβέρνηση και νομοθετικό σώμα, ιθαγένεια, σημαία, οικονομικό, φορολογικό, δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Το αυτόνομο καθεστώς χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα, παρά την προσπάθεια της επικυρίαρχης δύναμης να αυξήσει το βαθμό υποτέλειας από τη μία και τον αγώνα των γηγενών δυνάμεων να διευρύνουν την αυτονομία από την άλλη. Η περίοδος της ηγεμονίας Σάμου εκτείνεται από το 1834 μέχρι το 1912, οπότε η σαμιακή εθνοσυνέλευση που προήλθε από επαναστατικό κίνημα υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή Σοφούλη κήρυξε την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Η ηγεμονία υπήρξε δημιούργημα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της πεισματικής άρνησης των Σαμιωτών να δεχτούν το 1830 την εξαίρεση της Σάμου από τα όρια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832, η Σάμος αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη ηγεμονία υποτελής στο σουλτάνο. Η λύση της αυτονομίας υπαγορεύτηκε από την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ενσωματώσει τη Σάμο και από την παρέμβαση των Δυνάμεων με στόχο την προώθηση της πολιτικής τους στο Αιγαίο. Η βίαιη επιβολή της ηγεμονικής διοίκησης το Μάιο του 1834 είχε συνέπεια τον εξίσου βίαιο εκπατρισμό και την καταδίκη σε εξορία ενός αξιόλογου τμήματος της σαμιακής κοινωνίας, ιδίως της ηγεσίας της Επανάστασης του ’21. Το ηγεμονικό καθεστώς ήταν αποδεκτό από το σύστημα και την πρακτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και επωφελές για αυτήν, εφόσον η Υψηλή Πύλη διόριζε τον ηγεμόνα και εισέπραττε 400.000 γρόσια ετησίως ως φόρο υποτέλειας.
Ο ηγεμόνας ή πρίγκηπας της Σάμου διοριζόταν από το σουλτάνο, ήταν χριστιανός ορθόδοξος και κάτοχος της ελληνικής γλώσσας. Η εσωτερική διοίκηση ασκούνταν από τον ηγεμόνα και από μια τετραμελή κυβέρνηση (βουλή), εκλεγόμενη από τη γενική συνέλευση των πληρεξουσίων, η οποία συνεδρίαζε επί ένα ή ενάμιση μήνα κατ’ έτος. Οι κατά καιρούς ηγεμόνες προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτερων αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης.
Το σχήμα της ηγεμονικής διοίκησης προσδιορίστηκε από την Οργανική Διάταξη (1832) και τον Αναλυτικό Χάρτη (1850) και προσομοίαζε με αυτό των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε μικρογραφία. Η Σάμος δεν μπορούσε να αναπτύξει εξωτερικές σχέσεις, είχε όμως δική της σημαία και πλήρη εσωτερική αυτονομία, με αναγνώριση της ελληνικής καταγωγής, της γλώσσας και της θρησκείας των κατοίκων της, ενώ τελούσε υπό την εγγύηση και την προστασία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Το καθεστώς αμφισβητήθηκε αρκετές φορές από τους Σαμιώτες στη διάρκεια της αυτονομίας (1834-1912), κυρίως με αφορμή την αυταρχική άσκηση εξουσίας των ηγεμόνων ή την παραβίαση του καταστατικού χάρτη. Οι Σαμιώτες πληρεξούσιοι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν την ανάκληση ενός ηγεμόνα και πολλές φορές άσκησαν αυτό το δικαίωμά τους. Συν τω χρόνω διαμορφώθηκαν λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους εξωγενείς φορείς εξουσίας, που αντιπροσώπευαν ο ηγεμόνας και οι απεσταλμένοι του σουλτάνου, και στους γηγενείς, που εκφράζονταν από τη βουλή και τη γενική συνέλευση των πληρεξουσίων. Παρά ταύτα, συχνά ήταν αδύνατον να εναρμονιστούν τα τοπικά συμφέροντα με την εξάρτηση από την επικυρίαρχη δύναμη και τότε η σύγκρουση γινόταν αναπόφευκτη.
Η πρώτη περίοδος της ηγεμονίας (1834-1849) υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ηγεμόνας Στέφανος Βογορίδης διοίκησε το νησί με αντιπροσώπους που ενδιαφέρθηκαν όχι τόσο για την οργάνωση του αυτόνομου κρατιδίου όσο για την είσπραξη των φόρων, φτάνοντας σε υπερβολικές καταχρήσεις. Αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης υπήρξε η εξέγερση του 1849, που οδήγησε σε αλλαγή ηγεμόνα και στην αποσαφήνιση των όρων της αυτονομίας, αλλά μετά την καταστολή της άφησε ως αρνητικό κατάλοιπο της επέμβασης του τουρκικού στρατού μόνιμη οθωμανική φρουρά στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας.
Οι βάσεις της αυτονομίας έγιναν αναγνωρίσιμες μετά το 1851 και τέθηκαν από το Γεώργιο Κονεμένο, τοποτηρητή του ηγεμόνα, και από τους μετέπειτα ηγεμόνες Ιωάννη Γκίκα και Μιλτιάδη Αριστάρχη. Οργανώθηκαν οι υπηρεσίες της διοίκησης, οι δήμοι, τα ληξιαρχεία, τα συμβολαιογραφεία, τα δικαστήρια, η εκπαίδευση, ιδρύθηκαν σχολεία σε όλες τις κοινότητες του νησιού, το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο και το Ανώτερο Παρθεναγωγείο (1855), δημοσιεύτηκαν βασικοί νόμοι και επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν προβλήματα της γεωργίας, της οικονομίας και της κοινωνίας. Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1850 ενισχύθηκε η εσωτερική ασφάλεια με την αυστηρή εφαρμογή των νόμων και την πάταξη της ληστοπειρατείας.
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη της ηγεμονίας της Σάμου σημειώθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Διαφήμιση καπνοβιομηχανίας στη Σάμο την εποχή της ηγεμονίας |
Παλαιό βυρσοδεψείο στο Καρλόβασι, πόλη στην οποία άνθισε η βυρσοδεψία από τα τέλη του 19ου αιώνα |
Ο ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης. Δολοφονήθηκε από τον απεσταλμένο του Μακεδονικού Κομιτάτου στις 9 Μαρτίου του 1912 |
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης εικονίζεται στο γαλλικό πολεμικό “Μπρουίξ” όπου έγινε η συνάντηση για την ανακωχή στις 13 Σεπτεμβρίου 1912 |
Οι Σάμιοι πανηγυρίζουν την ανακήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα το Νοέμβριο του 1912. |
Πηγή: Λάνδρος Χρίστος, Καμάρα Αφροδίτη, Ντόουσον Μαρία – Δήμητρα, Σπυροπούλου Βάσω, “Σάμος”, 2005, Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου